Οι αρχαίοι ελληνικοί ναοί προκαλούν δέος για το σχεδιασμό και την κατασκευή τους. Πως όμως κατασκευάστηκαν; Υπήρξαν αρχιτεκτονικά σχέδια, στα οποία στηρίχθηκαν οι τεχνίτες ή η κατασκευή αρκούνταν στην επιτόπου επίβλεψη του αρχιτέκτονα;
Παρακάτω θα επιχειρηθεί μία διερεύνηση και ανάλυση βιβλιογραφικών πηγών και θα καταγραφούν οι διάφορες απόψεις για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των αρχαίων Ελλήνων.
Κατά τον Wolfrang Müller-Wiener, στο βιβλίο του ‘Η Αρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα’, ενώ υπάρχει πλούσιο υλικό για να απαντηθούν ερωτήματα που αφορούν στην τεχνική, την τεχνουργία και τη στιλιστική της αρχαίας αρχιτεκτονικής, είναι δύσκολες οι απαντήσεις που αφορούν στους ανθρώπους που ασχολήθηκαν σ’ αυτούς τους τομείς, καθώς υπάρχει μικρός αριθμός γραπτών μαρτυριών….
Είναι σκόπιμο να αναφερθούν κάποια στοιχεία για τον όρο ‘αρχιτέκτων’ πριν αναλυθεί το ζήτημα της κατασκευής των ναών, των κτιρίων κλπ βάσει σχεδίου ή όχι.
Ο Müller-Wiener ότι αρχικά ο όρος ‘αρχιτέκτων’ δηλώνει επάγγελμα που συνδέεται με την ξυλουργική τέχνη, μεταγενέστερα όμως στις ασχολίες του ανήκει οτιδήποτε αφορά στη χρήση του λίθου, δηλ. το επάγγελμα του αρχιτέκτονα άλλαξε σημαντικά κατά τους έξι αιώνες της ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Ο Βιτρούβιος στο έργο του ‘Decem libri de architectura’ παρουσιάζει τον αρχιτέκτονα ως ειδικό με πολύπλευρη μόρφωση, έμπειρο σε όλους τους κλάδους της αρχιτεκτονικής, αλλά συγχρόνως με γνώσεις μαθηματικών, φυσικής, κλπ. Σύμφωνα πάντα με τον Βιτρούβιο από νωρίς οι αρχιτέκτονες έπρεπε να διατυπώσουν σε κείμενο τα σχέδια για την ανέγερση του κάθε οικοδομήματος, αλλά είναι άγνωστες οι λεπτομέρειες του περιεχομένου των κειμένων αυτών. Αρχικά ήταν απλές κτιριακές περιγραφές, όπως οι λεγόμενες ‘συγγραφές’, αλλά από τον 4οαιώνα προστέθηκαν και εξηγήσεις και σταδιακά προσθέτονταν ζητήματα σχεδίου και διεύθυνσης. Επίσης δεν ήταν ιδιαίτερα διακριτή η διάκριση μεταξύ αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού, καθώς όπως προαναφέρθηκε ο αρχιτέκτονας κατείχε πολλές γνώσεις της ειδικότητας του.
Ακόμη είναι σκόπιμο να αναφερθούν κάποια στοιχεία που αφορούν στη διαδικασία εφαρμογής της οικοδομικής πολιτικής σε διάφορες περιόδους, π.χ μέχρι τον 5ο αιώνα, αναθέτες των έργων ήταν οι ηγεμόνες, ενώ με την μετάβαση στο δημοκρατικό πολίτευμα αναθέτες ήταν οι πολίτες μέσω της Βουλής. Λάμβαναν χώρα συσκέψεις στην Εκκλησία του Δήμου και συζητήσεις στη φάση του σχεδιασμού, π.χ σχετικά με την οριοθέτηση του κτιρίου και εγκρίνονταν οικοδομικά ψηφίσματα που συμπληρώνονταν με τις συγγραφές, που περιλάμβαναν περιγραφές των απαιτούμενων εργασιών. Οι περιγραφές βασίζονταν σε σκίτσα και μάλιστα αναφέρεται και επιλογή μεταξύ διαφόρων σχεδίων, όπως προκύπτει από τη διάσημη επιγραφή του 347/6 π.Χ. για τη σκευοθήκη και άλλες επιγραφές.
Σύμφωνα επίσης με πανεπιστημιακές παραδόσεις του καθηγητή Β.Κ. Λαμπρινουδάκη για τα οικοδομικά προγράμματα στην Αθήνα από το 479 έως το 431 π.Χ, ο ίδιος αναφέρει ότι στα προγράμματα για τα δημόσια έργα οι επιστάτες με τον αρχιτέκτονα έκριναν τα σχέδια που υπέβαλλαν οι ειδικοί ή το κοινό…
Ο Müller-Wiener αναφέρει ότι είναι αδιευκρίνιστο το χρονικό στάδιο της συνειδητής χρήσης σχεδίου στην ελληνική αρχιτεκτονική. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που μετά από ανάλυση των ευρημάτων μπορούν να διαφανούν στάδια αρχιτεκτονικού σχεδίου (ναός του Ακράγαντα, των Διδύμων). Όμως δεν υπήρχε καθολικότητα στα σχέδια, καθώς εξαρτιόταν από τοπικές ιδιαιτερότητες (απόψεις, παράδοση, τεχνικές και οικονομικές δυνατότητες).
Κατά τον 5ο αιώνα παρατηρείται συνδυασμός αναλογιών μεταξύ κάτοψης και ανωδομής (δωρική περιοχή), ενώ η ιωνική παρουσίαζε ελευθερίες στην ατομική σχεδίαση.
Από τον 4ο αιώνα εμφανίζεται συστηματικό σχέδιο βασισμένο σε κάνναβο (εμβάτη), όπου ήταν επαρκή απλά σκίτσα, αποκλείοντας την ύπαρξη προσχεδίων υπό κλίμακα, ενδεχόμενα και μοντέλων.
Ένα άλλο ζήτημα που παραμένει άγνωστο είναι το κατά πόσο το σχέδιο έπρεπε να είναι τελειωμένο πριν την έναρξη των εργασιών. Ο Müller-Wiener κατά την περιγραφή της οικοδομικής διαδικασίας αναφέρει ότι με την έναρξη των εργασιών, ο διευθύνων αρχιτέκτων προσδιόριζε την ακριβή θέση του κτίσματος και στη συνέχεια έδινε οδηγίες λεπτομερειών σε σχέδιο ‘παράδειγμα’ ή σε αχνάρι (στένσιλ, αναγραφεύς). Επίσης αναφέρει ότι υπήρχαν σχέδια λεπτομερειών στην κλίμακα του πρωτοτύπου, αν και αμφισβητήθηκε η ύπαρξη τους παρά τις επιγραφικές μαρτυρίες. Ο ίδιος επικαλείται την περίπτωση που στη Δήλο παραγγέλθηκε ξύλινος πίνακας με επίχρισμα για παράδειγμα πρόπυλου. Επίσης ισχυρίζεται ότι ‘σχεδιαστήρια’ της εποχής αποτελούσαν οι λειασμένες επιφάνειες των τοίχων (σηκός των Διδύμων) με σχέδια όχι μόνο αρχιτεκτονικών μελών αλλά και προσχέδιο του αετώματος. Μνημονεύει επίσης και την εύρεση μεγάλου αριθμού μολυβιών στα μπάζα του ναού της Αφαίας στην Αίγινα για να υποστηρίξει ότι υπήρχαν και προσχέδια που έγιναν με μολύβια. Τέλος, αναφέρει ότι για σπουδαία αρχιτεκτονικά μέλη (κιονόκρανα, τρίγλυφα κλπ)κατασκευάζονταν παραδείγματα στο μέγεθος των πρωτοτύπων.
Στη συνέχεια παρατίθενται οι θέσεις του Juko Ito που αναφέρονται στο βιβλίο του ‘Theory and Practice of Site planning in Classical Sanctuaries’. Αναφέρει λοιπόν ο Ito ότι το ζήτημα αν οι αρχαίοι αρχιτέκτονες εκπονούσαν αρχιτεκτονικά σχέδια αποτελεί ανοιχτή διαμάχη (argument) μεταξύ των σύγχρονων αρχαιολόγων και των ιστορικών της αρχιτεκτονικής, λόγω του ότι δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί καμία απόδειξη σχεδίου, χωρίς να σημαίνει όμως ότι επειδή δεν βρέθηκε μέχρι στιγμής κανένα σχέδιο, οι αρχιτέκτονες δεν σχεδίαζαν κατόψεις, όψεις ή τομές.
Κάποιοι αρχαιολόγοι, όπως ο Culton επιμένουν ότι δεν υπήρχαν σχέδια, επειδή οι περισσότεροι ναοί ήταν πρωτότυποι και δεν ήταν απαραίτητα τα σχέδια. Ο Ito παραθέτει την άποψη του Culton για την απουσία σχεδίων ως εξής: ‘στην ελληνική αρχιτεκτονική η κάτοψη όλου του ναού ήταν απλή και συμβατική και το καθήκον του αρχιτέκτονα ήταν να σχεδιάζει όχι σύνθετα σύνολα, αλλά να καθορίζει αναλογίες και λεπτομέρειες των μορφών. Άρα τα σχέδια κατόψεων και όψεων σχεδιασμένα σε περιορισμένη επιφάνεια με όργανα περιορισμένης ακρίβειας θα του πρόσφεραν μικρή βοήθεια και φαίνεται ότι οι Έλληνες αρχιτέκτονες ανέπτυξαν τεχνική σχεδιασμού χωρίς σχέδιο με κλίμακα’. Ο Ito κρίνοντας τις απόψεις αυτές κάποιων σύγχρονων επιστημόνων ως προκατειλημμένες, αναφέρει ότι έγιναν κάποιες ανακαλύψεις που αφορούν στο αρχιτεκτονικό σχέδιο, ενδιαφέρουσες και σημαντικές, που διαφωτίζουν πως προχωρούσαν οι αρχαίοι αρχιτέκτονες στο σχεδιασμό. Παραθέτει στη συνέχεια ευρήματα σχεδίων από 3 ναούς.
- Ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα (Μικρά Ασία)
www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/history/art
Ο Haselberger ανακάλυψε σειρά σχεδίων στο εσωτερικό του ναού, στο άδυτο συγκεκριμένα, που καταλαμβάνουν επιφάνεια 200τ.μ, που χρονολογούνται τον 3ο αιώνα π.Χ. κάποια είναι σε πραγματικό μέγεθος και κάποια σε κλίμακα 1:16.
https:/vialucispress.wordpress.com/2013/11/02/the-appearance-of-perfection-dennis-aubrey/capture;
Σχέδιο της βάσης ιονικού κίονα από το άδυτο του ναού του Απόλλωνα στα Δίδυμα της Ιωνίας, όπως τον αποτύπωσε οLotharHaselberber
http:/arxaia-ellinika.blogspot.gr/2014/01/ta-mystika-sxedia-twn-arxaiwn-arxitektonwn.html;
- Σχέδια της πρόσοψης του Ναΐσκου του Ναού του Απόλλωνα στα Δίδυμα
Στον πίσω τοίχο του άδυτου του ναού βρέθηκε το σχέδιο της πρόσοψης του ναΐσκου. Δεν είναι ακριβώς η πρόσοψη, αλλά λεπτομέρεια του αετώματος και του γείσου σε κλίμακα 1:1.
- Σχέδια της πρόσοψης του ναού της Αθηνάς Πολιάδας στην Πριήνη
Σύμφωνα με τον Kőnig, που ανακάλυψε το σχέδιο, σχεδιάστηκε σε πέτρα του τοίχου του σηκού τον 3ο αιώνα π.Χ. πρόκειται μάλλον για σκίτσο παρά για όψη και ιδιαίτερα για το αέτωμα, σχεδιασμένο σε κλίμακα 1:48. Είναι σημαντικό εύρημα, γιατί είναι το πρώτο σχέδιο υπό κλίμακα της κλασικής αρχαιότητας που ανακαλύφθηκε.
www.flickr.com/photos/psulibscollections/5833078940/sizes;
- Σχέδια του Μακεδονικού Τάφου στην Αγγίστα
Ανακαλύφθηκε σχέδιο σε κλίμακα 1:1 για την κατανομή σε τρίγλυφα και μετόπες της όψης. Δεν είναι σχέδιο της πρόσοψης, αλλά εξυπηρετεί βοηθητικούς σκοπούς.
Ο Ito συνεχίζει τη διερεύνηση των αρχαίων αρχιτεκτονικών σχεδίων παρουσιάζοντας τα χαρακτηριστικά τους. Ισχυρίζεται ότι οι τοίχοι και τα δάπεδα φαίνεται ότι λειτουργούσαν σαν επιφάνειες σχεδίασης. Ούτε πάπυροι, ούτε περγαμηνές βρέθηκαν με αρχιτεκτονικά σχέδια λόγω του ότι ήταν ακριβά υλικά για σχέδια. Αλλά και να είχαν χρησιμοποιηθεί ήταν δύσκολο να διασωθούν γιατί ήταν φθαρτά υλικά. Όλα τα σχέδια εκτός από ένα ήταν σε κλίμακα 1:1 και ήταν σχέδια εφαρμογής ή λεπτομερειών. Ο Ito θεωρεί ότι το σχέδιο της όψης του ναού του Απόλλωνα στην Πριήνη υπό κλίμακα μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι οι αρχαίοι αρχιτέκτονες σχεδίαζαν φτιάχνοντας κατόψεις και όψεις, δηλ. είχαν εκ των προτέρων μια συνολική εικόνα του οικοδομήματος πριν κατασκευαστεί, ώστε να αποφασίσουν για τις τελικές αναλογίες και διαστάσεις, ανεξάρτητα αν κατά τη διάρκεια της κατασκευής έκαναν διαφοροποιήσεις. Ένα ακόμη στοιχείο ενισχύει , κατά τον Ito, την ύπαρξη σχεδίου, η απόφαση δηλ. για τη θέση των κιόνων, όπου βέβαια χάριν της αισθητικής άποψης του αρχιτέκτονα ‘διόρθωναν’ με το μάτι την ακαμψία της γεωμετρικής ακρίβειας.
Τέλος, ο Ito εκθέτει τη δική του υπόθεση στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό κατά την αρχαιότητα αναλύοντας τους δύο βασικούς παράγοντες σχεδιασμού, τις διαστάσεις και την αναλογία. Η επιλογή των διαστάσεων αποφασίζεται μέσα από μία πορεία, περίπου όπως και σήμερα: προσχέδια, βασικά σχέδια και τελικά σχέδια και στη συνέχεια ακολουθούν σχέδια λεπτομερειών. Ένας παράγοντας που επηρεάζει την επιλογή των διαστάσεων είναι οι αναλογίες, η συμμετρία των αρχαίων που οδηγεί στην αρμονία. Ο κάνναβος, ένας τρίτος παράγοντας, φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή περισσότερο στην πολεοδομία, παρά στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και περισσότερο κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Τέλος, αναφέρονται οι απόψεις του J.J. Culton από το βιβλίο του ‘Greek architects at work- Problems of Structure and Design’. Ο Culton αναφέρει ότι ο αρχιτέκτονας αρχίζει τα έργα του από κάτω προς τα πάνω, οπότε τα όποια λάθη στη βάση είναι πολύ δύσκολο να διορθωθούν σε αντιδιαστολή με τον κεραμίστα, τον γλύπτη, το ζωγράφο που έχουν τη δυνατότητα να διορθώνουν τα έργα τους σε οποιοδήποτε στάδιο. Επομένως, ο αρχιτέκτων έχει ανάγκη τη δυνατότητα να βλέπει ολόκληρο το έργο του πριν κατασκευαστεί για να κρίνει τη μορφή του, τη λειτουργία του και τη δομή του. Συγχρόνως είναι απαραίτητο ο αρχιτέκτων να επικοινωνεί με τους κτίστες για να δείχνει τις απόψεις του για το σχεδιασμό, ενώ π.χ ένα άγαλμα είναι αποτέλεσμα δουλειάς ενός μόνο ατόμου.
Οι Έλληνες δεν είχαν γεννηθεί με τις τεχνικές του σχεδιασμού και είχαν μικρή βοήθεια στο θέμα του σχεδιασμού από τις παραδόσεις της αρχιτεκτονικής πριν τον 7ο αιώνα π.Χ. οι αρχιτέκτονες λοιπόν εκείνων των χρόνων ανέτρεχαν στις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, όπου διασώθηκαν αποδείξεις αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Προαναφέρθηκε η άποψη του Culton για το είδος της εργασίας του αρχιτέκτονα, την οποία τεκμηριώνει αναφέροντας ότι δεν βρέθηκαν κατόψεις ή όψεις, ούτε γίνεται αναφορά στην ελληνική λογοτεχνία πριν την ελληνιστική περίοδο. Προσπαθεί να τεκμηριώσει τις απόψεις του στο θέμα του σχεδίου που αποτελεί αναπάντητο ερώτημα, πιστεύοντας βέβαια ότι αυτές οι απόψεις του δεν έχουν καθολική αποδοχή. Οι επιγραφές που αναφέρονται στα κτίρια περιλαμβάνουν συγγραφές, συμβάσεις, λογαριασμούς που σχετίζονται με την οικοδομή και όχι την αρχιτεκτονική σύλληψη του έργου. Ένα τέτοιο παράδειγμα που βρέθηκε αφορούσε στο φρούριο του Πειραιά το 340 π.Χ. στις συγγραφές λοιπόν δεν γίνεται αναφορά σε σχέδια, κατόψεις και τομές, που θα ήταν αναμενόμενο αν υπήρχαν. Ο αρχιτέκτων βρισκόταν επιτόπου στο έργο, οπότε έδινε διευκρινήσεις και λεπτομέρειες σε παράδειγμα ή αναγραφέα. Η έννοια του παραδείγματος είναι ξεκάθαρη-δείγμα, μοντέλο, αλλά του αναγραφέα δεν είναι ξεκαθαρισμένη, αν σημαίνει περιγραφή ή σχέδιο στην αρχαία ελληνική γλώσσα, πάντα κατά τον Culton. Το ‘παράδειγμα’ χρησιμοποιούνταν για τρίγλυφα και μετόπες που απαιτούσαν τρισδιάστατο σχεδιασμό και φτιάχνονταν σε φυσικό μέγεθος. Αναρωτιέται βέβαια ο Culton αν τα παραδείγματα ‘έφτιαχνε ο αρχιτέκτονας ή έμπειροι τεχνίτες.
Ένα μόνο παράδειγμα πριν την ελληνιστική περίοδο υπό κλίμακα αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και αφορά το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και εικάζεται ότι αποτελεί μοντέλο ολόκληρου του κτιρίου. Ο Culton πάντως επιμένει ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις για σχέδια πριν την ελληνιστική περίοδο. Ισχυρίζεται ότι εφόσον σχέδια κατόψεων και όψεων δεν αναφέρονται σε επιγραφές του 4ου αιώνα π.Χ, οπότε δεν πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν τότε, είναι απίθανο να χρησιμοποιήθηκαν στον 6ο και 7ο αιώνα π.Χ.
Επίσης αναφέρει ότι στο δωρικό ναό, τα σημεία όπου ο σχεδιασμός των ανώτερων στοιχείων ελέγχεται από τα από κάτω τους είναι λίγα, δεν είναι απαραίτητο να προαποφασιστούν οι διαστάσεις τους. Κατά την κατασκευή ο αρχιτέκτονας μπορούσε να ελέγχει τις αναλογίες και τα μεγέθη στα επόμενα στάδια. Η δυσκολία που αντιμετώπιζαν οι αρχιτέκτονες αφορούσε στην ομοιόμορφη κατανομή των κιόνων και το πρόβλημα των τριγλύφων αποδεικνύει ακόμη περισσότερο ότι δεν δούλευαν πάνω σε σχέδια λεπτομερή φτιαγμένα πριν την κατασκευή.
Ισχυρίζεται ακόμα ο Culton ότι οι Έλληνες είχαν χαρακτηριστικά μέσα για τις ανάγκες του σχεδιασμού: οι κανόνες των αναλογιών που ήταν πολύ βασικοί έδιναν τη δυνατότητα να προβλέψουν την εμφάνιση του κτιρίου και να αντιμετωπίσουν τεχνικά προβλήματα, οπότε δεν χρειάζονταν το σχέδιο. Οι κανόνες των αναλογιών είχαν μυστικιστική σημασία για τους αρχαίους Έλληνες. Η εξέταση λεπτομερών αναφορών για κάθε ελληνικό κτίριο δείχνει ότι οι υπολογισμοί ήταν περισσότερο χρήσιμοι από το σχέδιο υπό κλίμακα.
Αλλαγές στις τεχνικές σχεδιασμού, κατά τον Culton, έγιναν κατά την ελληνιστική εποχή, καθώς κατασκευάστηκαν ποικίλα κτίρια, γυμνάσια, στοές, βουλευτήρια, κλπ. σε συγκροτήματα, οπότε προέκυψε η ανάγκη του σχεδίου. Ο Culton παραδέχεται ότι η κάτοψη αναφέρεται σε μια επιγραφή από την Πριήνη με τη λέξη ‘υπογραφή’. Αλλά εξηγεί ότι ο ναός αποπερατώθηκε το 2ο αιώνα και αποδίδεται σε κάποιον Ερμογένη, ο οποίος κατέγραψε τις καινοτομίες που εφάρμοσε στο ναό σε σχέδιο για να τις δείξει στους απογόνους του. Θεωρεί ότι η λέξη ‘υπογραφή’ δεν αντιστοιχεί στη λέξη ‘κάτοψη’. Τελειώνοντας, ο Culton αναφέρει ότι το σύστημα αναλογιών, η λεπτομερής γραπτή συγγραφή και τα ‘παραδείγματα’ σε φυσικό μέγεθος ήταν σε πλήρη ανάπτυξη τον 4ο αιώνα. Αργότερα, την ελληνιστική εποχή με επιρροές και από την Αιγυπτιακή αρχιτεκτονική, αναπτύχθηκε ένα σύστημα μεθόδων για ακριβή κάτοψη, όψη και προοπτική αναπαράσταση που καταγράφει ο Βιτρούβιος και χρησιμοποίησαν οι αρχιτέκτονες μέχρι τον 12ο αιώνα.
Μετά από την μελέτη των αποσπασμάτων των δύο αντιδιαμετρικών απόψεων για την υλοποίηση των ναών σύμφωνα με σχέδιο ή όχι, διαμόρφωσα την άποψη ότι οι αρχαίοι αρχιτέκτονες θα πρέπει να προχωρούσαν στην κατασκευή βάσει σχεδίου.
Πιστεύω ότι το σχέδιο ήταν απαραίτητο για τον ίδιο τον αρχιτέκτονα, ώστε να προχωρεί σε διορθώσεις για να καταλήξει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, ακόμη και αν εφάρμοζε το σύστημα των αναλογιών. Επίσης με το σχέδιο μπορούσε ο αρχιτέκτονας να συνεργάζεται με τα συνεργεία των μαστόρων σε συνδυασμό με τα τρισδιάστατα μοντέλα σε φυσικό μέγεθος.
Κυρίως όμως οι αρχιτέκτονες πρέπει να εκπονούσαν σχέδια για να τα υποβάλλουν σε διαγωνισμούς ή στους ‘πελάτες’ για να τους ανατεθεί το έργο. Τα υποβαλλόμενα σχέδια θα πρέπει να είχαν ακρίβεια για να δίνουν όσο το δυνατόν πιστότερη εικόνα του έργου αποπερατωμένου. Σκίτσα θα πρέπει να γίνονταν στη φάση των προσχεδίων.
Το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν σχέδια αποδίδω στην ποιότητα και την αντοχή των επιφανειών σχεδίασης, που ήταν από φθαρτά υλικά, γιατί ακριβώς δεν απασχολούσε τους αρχιτέκτονες η αντοχή τους στη διάρκεια του χρόνου, αλλά να επιτελέσουν το σκοπό τους μέχρι την υλοποίηση του οικοδομήματος, οπότε μπορεί και να μην φυλάσσονταν καν.
Πιστεύω ότι τα σχέδια (κατόψεις-όψεις) πρέπει να ήταν υπό κλίμακα, δηλ. οι αρχαίοι γνώριζαν το σχέδιο υπό κλίμακα, καθώς και η κλίμακα είναι κάποια σχέση αναλογία του σχεδίου με το φυσικό μέγεθος του κτιρίου και μάλιστα απλούστερη των αναλογιών που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι στους ναούς.
Ελπίζω ότι στα επόμενα χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη θα έχει την τύχη να αξιωθεί ευρημάτων που θα τεκμηριώνουν αυτές τις απόψεις.
Πηγή :
Ιφιγένεια Κωτίτσα
www.decobook.gr